- κελλίου
- κελλίονgarretneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμαράσης — και καμαράσιος, ὁ (Μ) 1. (επί φραγκοκρατίας) ο έφορος τών ηγεμονικών αυλών, τού οποίου έργο ήταν η διαχείριση τού ηγεμονικού κιβωτίου, θησαυροφύλακας 2. ο φύλακας τού πατριαρχικού κελλιού στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος είχε και την εποπτεία τών… … Dictionary of Greek
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek